Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Οδοιπορικό στον Πόντο • Από το χθες στο σήμερα

Ο Πόντος, ως γεωγραφική ενότητα, από την αρχαιότητα περιλάμβανε την ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου. Η έκταση κάλυπτε τις περιοχές ανάμεσα στον Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο σήμερα βρίσκεται η πόλη Βατούμ της Γεωργίας, και την Ηράκλεια την Ποντική, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι ιστοριογράφοι Ηρόδοτος, Ξενοφώντας και άλλοι.
Τα εσωτερικά σύνορα του Πόντου εκτείνονται σε βάθος 200-300 χιλιομέτρων και οριοθετούνται από τη γεωφυσική πραγματικότητα, τις απροσπέλαστες δηλαδή οροσειρές του Σκυδίση, του Παρυάδρη και του Αντιταύρου, οι οποίες χωρίζουν τον Πόντο από την υπόλοιπη Μ. Ασία. Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα, όταν την εποχή του χαλκού οι Έλληνες θαλασσοπόροι αποτόλμησαν να γνωρίσουν την ανθρωποφάγο θάλασσα του Εύξεινου Πόντου με τις μακρινές και απροσπέλαστες παραλίες του.



Η αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων οδήγησε πολλούς ταξιδευτές στην περιοχή γύρω στα 1000 π.Χ., με πρώτη οργανωμένη αποστολή στην Κολχίδα αυτήν του Ιάσονα και των Αργοναυτών. Οι περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, και του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, η εξορία του Προμηθέα στον Καύκασο και το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των εμπορικών δρόμων στην περιοχή του Πόντου από τους μυθικούς χρόνους.

Δύο αιώνες αργότερα, το 800 π.Χ., οι προσωρινοί αρχικά εμπορικοί σταθμοί γίνονται μόνιμα οικιστικά κέντρα. Η Μίλητος ήταν η πρώτη που εγκαινίασε την αποικιακή πολιτική της στον Εύξεινο Πόντο ιδρύοντας τη Σινώπη.
Στη συνέχεια η Σινώπη ίδρυσε το 756 π.Χ. την Τραπεζούντα, την Κρώμνα, το Πτέριον, την Κύτωρο κ.ά. Όπως αναφέρει ο Πόντιος γεωγράφος Στράβωνας, η μακρινή περιοχή του Πόντου ήταν πολύ παραγωγική και πλούσια σε νερό και καλλιέργειες, με αποτέλεσμα σ’ έναν αιώνα οι αφιλόξενες παραλίες του Εύξεινου Πόντου να γεμίσουν με ελληνικές αποικίες.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν εβδομήντα πέντε αποικίες και ήταν ραγδαία η εμπορική, ναυτική και πολιτιστική ανάπτυξη των αποικιών αυτών: H Σινώπη, η Αμισός, η Τραπεζούντα, η Πιτυούντα, η Φαναγορία, το Παντικάπιον, η Θεοδοσία, η Χερσόνησος, η Όλβια, η Ίστρια, η Οδησσός, κ.ά. έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα, για τα οποία οι μαρτυρίες, όσον αφορά στην οικιστική οργάνωση, τις οικονομικές δραστηριότητες, τις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τις μητροπόλεις και με τους γηγενείς λαούς, προέρχονται από τις ανασκαφές και τις πηγές της κλασικής και της μετακλασικής εποχής.

Από τον 5ο αιώνα π.Χ. η περιοχή της Κριμαίας ήταν ο κύριος προμηθευτής σιταριού της Αθήνας. Το αθηναϊκό κράτος, για να προστατεύσει τα εμπορικά του συμφέροντα σ’ αυτή την πλούσια χώρα, έκτισε κατά μήκος των ακτών στρατιωτικές αποικίες, στις οποίες εγκατέστησε 600 Αθηναίους κληρούχους με 30 πολεμικά πλοία. Η εμπορική, οικονομική και στρατηγική σημασία που είχε για την Αθήνα αυτή η περιοχή αποδεικνύεται από την επίσκεψη του Περικλή το 453 π.Χ. Μ’ αυτή τη ρεαλιστική πολιτική ο Περικλής εξασφάλισε τη θαλάσσια συγκοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο παγιώνοντας την ανεμπόδιστη εισαγωγή και εξαγωγή προϊόντων από και προς την Αττική.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί στις αποικίες κρατούσαν με σεβασμό τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, τα πολεοδομικά δεδομένα και τους πολιτειακούς θεσμούς που είχαν φέρει από τη μητρόπολη.
Οι πόλεις είχαν μεταξύ τους αγαθές σχέσεις και πολλαπλασιάζονταν κυρίως στα παράλια μέρη, αλλά και στην ενδοχώρα κοντά σε υδροφόρες περιοχές. Ο ιστορικός Ξενοφώντας, στο έργο του Κύρου Ανάβασις το 401 π.Χ., περιγράφει με λεπτομέρεια τη ζωή των Ελλήνων στην Τραπεζούντα, τονίζοντας ιδιαίτερα την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου.

Το ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός κυριάρχησαν πολύ νωρίς στις αποικίες του Πόντου, ενώ οι πλουτοφόρες περιοχές πρόσφεραν πολύτιμα προϊόντα για την ελληνική οικονομία. Οι πρώτες ύλες, τα δημητριακά, η ξυλεία, η κάνναβις, το λινάρι, τα κτηνοτροφικά είδη, τα ψάρια και αργότερα τα προϊόντα από το πλούσιο υπέδαφος της περιοχής (ασήμι, χαλκός, σίδηρος) αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο προς όφελος και των δύο συναλλασσόμενων λαών.

Μέχρι τα αλεξανδρινά χρόνια και χάρη στη συνετή πολιτική τους όλες οι παραλιακές πόλεις, με κύρια την Τραπεζούντα, έμειναν ανεξάρτητες, αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, οι πόλεις αυτές δεν υποδουλώθηκαν ουσιαστικά στους Πέρσες, αλλά μόνον τυπικά. Την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Τραπεζούντα συμμετείχε χωρίς θύματα στην εθνική δόξα των Ελλήνων, ενώ άλλες αποικίες όπως η Φώκαια και η Μίλητος επέλεξαν μια «πολυτάραχη αυτονομία» και γι’ αυτό «δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια».
Στην ελληνιστική περίοδο οι ελληνικές πόλεις έφτασαν στο αποκορύφωμα της οικονομικής τους δύναμης και η επίδραση του ελληνικού στοιχείου στους γηγενείς λαούς συνέχιζε να είναι ισχυρή, με αποτέλεσμα την κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξή τους. Στα χρόνια της βασιλείας των Μιθριδατών ο Πόντος απέκτησε μεγάλη φήμη, γιατί καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα επικοινωνίας των πολυάριθμων και πολύγλωσσων εθνοτήτων της Μ. Ασίας. Παράλληλα, το δωδεκάθεο του Ολύμπου κατόρθωσε ειρηνικά να αφομοιώσει την πλειοψηφία των θεοτήτων της Ανατολής, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά στην οικοδόμηση ναών σ’ όλο τον Πόντο.
Ο περσικός θεός Μίθρας, χωρίς να εκλείψει ποτέ, σταδιακά ελληνοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τους θεούς Ήλιο, Απόλλωνα και Ερμή. Η παράλληλη λατρεία γηγενών και ελληνικών θεοτήτων οδήγησε στο πάντρεμα του ελληνικού πνεύματος με την ανατολίτικη σοφία και είχε θετική μόνο προσφορά για το μιθριδατικό βασίλειο και για τον παγκόσμιο πολιτισμό.

Την πρώτη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας μετά το 63 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος ύπατος Πομπήιος κατέλαβε την Τραπεζούντα, η οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή της μιθριδατικής περιόδου συνεχίστηκε, καθώς οι Έλληνες διατήρησαν την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους. Η απουσία της κεντρικής ρωμαϊκής εξουσίας, που έδινε τη δυνατότητα στους Έλληνες να αναπτύξουν τις ποικίλες ικανότητές τους, και η υιοθέτηση του διοικητικού σχήματος οργάνωσης των Μιθριδατών ενίσχυσαν την ελληνική παράδοση και το ελληνικό φρόνημα. Τα κτήρια, οι ξενώνες, οι τάφοι μαρτυρούν τον πλούτο των πόλεων και αποδεικνύουν ότι η ελληνική τέχνη και επιστήμη καλλιεργούνταν συστηματικά σε όλες τις πόλεις του Πόντου.

Τη δεύτερη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, η εφαρμογή της δυτικής αυταρχικής διακυβέρνησης του Διοκλητιανού και των άλλων Ρωμαίων αυτοκρατόρων υπήρξε η αρχή μιας κρίσιμης περιόδου για τον Πόντο. Στα χρόνια του ανθύπατου Λίβιου, η Τραπεζούντα και οι άλλες ελληνικές πόλεις σταμάτησαν να αυτοδιοικούνται. Ακόμη και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος σε άλλους τομείς βοήθησε τον ελληνισμό της περιοχής, ως υπέρμαχος της συγκεντρωτικής πολιτικής συγχώνευσε όλες τις τυπικές εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης.

Επιμέλεια • Δημήτρης Τσαμπάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου